πρηστικός

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρηστικός Medium diacritics: πρηστικός Low diacritics: πρηστικός Capitals: ΠΡΗΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prēstikós Transliteration B: prēstikos Transliteration C: pristikos Beta Code: prhstiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = ἐμφυσητικός, Hp. ap. Gal.19.132 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 700] = πρηστήριος; πρηστικώτατον erkl. Galen. aus Hippocr. ἐμφυσητικώτατον.

Greek (Liddell-Scott)

πρηστικός: -ή, -όν, (πρήθω) = πρηστήριος, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. σ. 548.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που προκαλεί διόγκωση, εμφυσητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρη- του πίμ-πρη-μι «πυρπολώ, φουσκώνω» + κατάλ.-(σ)τικός. Η παρουσία του -σ- αποτελεί αναλογικό σχηματισμό (πρβλ. χρησ-τικός)].