εὐπελαγής
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ές,
A lying fairly by the sea, Orph.A.167.
German (Pape)
[Seite 1087] ές, mit schönem Meere, Orph. Arg. 168, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπελᾰγής: -ές, κείμενος εἰς ἐπίκαιρον μέρος πρὸς τὸ πέλαγος, εὐπελαγέος Μελιβοίης Ὀρφ. Ἀργ. 168.
Greek Monolingual
εὐπελαγής, -ές (Α)
(για τόπους) αυτός που βρίσκεται σε επίκαιρο μέρος κοντά στο πέλαγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πέλαγος.