πυρίεφθον
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
τό,= πυριάτη, Philippid.10 (as cited by Poll.6.54, but
A τοὺς πυριέφθας Ath.14.658d cod. A, and Hsch. has πυρὶ ἔφθαι (sic)· τὸ πρῶτον γάλα, and πυριεφθής as gloss on ξηροπυρίτας, s.v. ψηροπυρίτας), cf. Gal.6.694, Poll.1.248, Eust.1626.6 (ubi vulg. πύρεφθον), Phot., etc.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίεφθον: τό, = πυριάτη, Φιλιππίδης ἐν «Αὐλοῖς» 1 (ὡς μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Ϛ´, 54, ἐν ᾧ ὁ Ἀθήν. 658D ἔχει τοὺς πυριέφθας (ἔνθα νῦν πυρίεφθα ἐν ἐκδ. Kaihel 1900, ὁ δὲ Ἡσύχ. ἐν λ. ψηροπυρίτης μνημονεύει ὀνομ. πυριεφθής, ὁ ἐπὶ ἄρτου), πρβλ. Γαλην. 6. 384· «πυριάτη, τὸ ὑπὸ τῶν πολλῶν λεγόμενον πυρίεφθον» Πολυδ. Α´, 248, Εὐστ. 1624. 6 (ἔνθα κοινῶς πύρεφθον), Φώτ., κτλ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
το πρωτόγαλα, η κολάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + ἑφθός, ρημ. επίθ. του ἕψω «ψήνω»].