ἀποβλάστημα
From LSJ
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
English (LSJ)
ατος, τό,
A shoot, Thphr. CP1.20.1: metaph., τὸ ἑαυτοῦ ἀ. πᾶς φιλεῖ Pl.Smp.208b.
German (Pape)
[Seite 297] τό, Sprößling, Abkömmling, Plat. Conv. 208 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβλάστημα: -ατος, τὸ, βλαστὸς, «βλαστάρι», Πλάτ. Συμπ. 208Β, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 21, 1.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
pousse, rejeton.
Étymologie: ἀποβλαστάνω.