Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
Full diacritics: κατεφίσταμαι | Medium diacritics: κατεφίσταμαι | Low diacritics: κατεφίσταμαι | Capitals: ΚΑΤΕΦΙΣΤΑΜΑΙ |
Transliteration A: katephístamai | Transliteration B: katephistamai | Transliteration C: katefistamai | Beta Code: katefi/stamai |
A rise up against, in aor.Act., κατεπέστησαν τῷ Παύλῳ Act.Ap.18.12.
κατεφίσταμαι: μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ κατεπέστην, ἐγείρομαι ἐναντίον τινός, Πράξ. Ἀποστ. ιη΄, 12.
se soulever contre, τινι.
Étymologie: κατά, ἐφίσταμαι.