μαγειρώδης

From LSJ
Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγειρώδης Medium diacritics: μαγειρώδης Low diacritics: μαγειρώδης Capitals: ΜΑΓΕΙΡΩΔΗΣ
Transliteration A: mageirṓdēs Transliteration B: mageirōdēs Transliteration C: mageirodis Beta Code: mageirw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A butcherly, φονικὴ καὶ μ. ψυχή Eun.VSp.480 B.

Greek (Liddell-Scott)

μαγειρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος μαγείρῳ, Εὐνάπ. ἐν Βίοις Σοφιστ. σ. 63.

Greek Monolingual

μαγειρώδης, -ώδες (Α)
μάγειρος
αυτός που μοιάζει με σφαγέα, με μάγειρο («φονικὴν καὶ μαγειρώδη ψυχήν», Ευνάπ.).