χαλιδοφόρος

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰλῐδοφόρος Medium diacritics: χαλιδοφόρος Low diacritics: χαλιδοφόρος Capitals: ΧΑΛΙΔΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: chalidophóros Transliteration B: chalidophoros Transliteration C: chalidoforos Beta Code: xalidofo/ros

English (LSJ)

ὁ, (χάλις)

   A cupbearer, IG5(1).1468, al. (Messene, χαλειδ- lapides).

German (Pape)

[Seite 1328] = ἀκρατοφόρος, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλῐδοφόρος: -ον, ὁ, ὁ φέρων ποτήρια, Ἐπιγραφὴ Μεσσην. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1297.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
(για μετόχους σε βακχική πομπή) αυτός που κρατάει αγγείο με άκρατο οίνο, με ανέρωτο κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλις, -ιος «άκρατος οίνος» + -φόρος, πιθ. μέσω ενός οδοντικόληκτου θ. χαλιδο-, που απαντά μόνον σε αυτόν τον τ.].