φώριος
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
ον, (φώρ)
A stolen: τὰ φ. stolen goods, IG5(2).445.13 (Megalopolis, ii/i B. C.), Luc.Herm.38, Philops.20, Tox.28, Jul.Or.2.52c, Chor.p.72 B.; ἄγρη Eratosth.4. II metaph., secret, clandestine, εὐνή Theoc. 27.68; λέκτρα, βλέμμα, AP5.218 (Paul.Sil.), 220 (Id.).
German (Pape)
[Seite 1323] gestohlen; – übertr., heimlich, verstohlen, εὐνή Theocr. 27, 67; λέκτρα, βλέμμα, Paul. Sil. 1. 31 (V, 219. 221).
Greek (Liddell-Scott)
φώριος: -ον, (φὼρ) κλοπιμαῖος, τὰ φ., κλοπιμαῖα πράγματα, Λουκ. Ἑρμότ. 38, Φιλοψ. 20, Τόξαρ. 28. 2) μαρτυρία ἢ ἀπόδειξις πράξεως, Λατ. corpus delicti, τὰ φ. τοῦ ἀδικήματος Θεμίστ. 314Α. ΙΙ. μεταφορ., κρύφιος, λαθραῖος, εὐνὴ Θεόκρ. 27. 67· λέκτρα, βλέμμα Ἀνθ. Παλατ. 5. 219, 221.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui provient d’un vol ; τὰ φώρια produit d’un vol;
2 furtif.
Étymologie: φώρ.