συναναπλάσσω
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
A help in refashioning, Max.Tyr.24.5. 2 make up into pills, Dsc.4.164.
German (Pape)
[Seite 1000] mit oder zugleich bilden, erdichten, Max. Tyr.
Greek (Liddell-Scott)
συναναπλάσσω: ἀναπλάττω ἢ σχηματίζω συγχρόνως, Μάξιμ. Τύρ. 24. 5, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 550Α.
Greek Monolingual
ΜΑ
αναπλάσσω, ανασχηματίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
μεταβάλλω φαρμακευτικό υλικό σε χάπια.