πετάζω

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

German (Pape)

[Seite 604] = πετάννυμι, scheint ein ganz ungebr., nur von Gramm. zu dem fut. πετάσω gemachtes praes. zu sein.

Greek (Liddell-Scott)

πετάζω: πετάννυμι· καὶ πέτακνον, = πέταχνον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
πετώ, μετακινούμαι από τόπο σε τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του πετάννυμι, κατά τα ρ. σε -ζω].