ταγματάρχης

From LSJ
Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταγμᾰτάρχης Medium diacritics: ταγματάρχης Low diacritics: ταγματάρχης Capitals: ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ
Transliteration A: tagmatárchēs Transliteration B: tagmatarchēs Transliteration C: tagmatarchis Beta Code: tagmata/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A leader of a τάγμα, D.H.20.4, Onos.42.8:— hence ταγμᾰταρχέω, Ph.1.368.

German (Pape)

[Seite 1063] ὁ, der eine Heerschaar anführt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ταγμᾰτάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τάγματος, Διονυσ. Ἁλ. Ἀποσπ. Escur.· καὶ ταγμάταρχος, ὁ, Κ. Μανασσ. Χρον. 1048, 2257, 4074, 4221: ― ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα ταγμᾰταρχέω, Φίλων 1. 368· καὶ οὐσιαστ. ταγματαρχία, ἡ, Διον. Ἀρεοπ. σ. 21C.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αρχηγός τάγματος
νεοελλ.
βαθμός ανώτερου αξιωματικού, ανώτερος του λοχαγού και κατώτερος του αντισυνταγματάρχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάγμα, -ατος + -άρχης].