λίσσωμα

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Πανήγυριν νόμιζε τόνδε τὸν βίον → Mercatum crede tempus hoc, quod vivitur → Als eine Festversammlung sieh dies Leben an

Menander, Monostichoi, 444
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίσσωμα Medium diacritics: λίσσωμα Low diacritics: λίσσωμα Capitals: ΛΙΣΣΩΜΑ
Transliteration A: líssōma Transliteration B: lissōma Transliteration C: lissoma Beta Code: li/sswma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A smoothness, λ. τριχῶν the crown or spot on the head from which the hair sets in different ways, Arist.HA491b6.

German (Pape)

[Seite 53] τριχῶν, τό, der Wirbel der Haare auf dem Kopfe, Arist. H. A. 1, 7.

Greek (Liddell-Scott)

λίσσωμα: τό, (λισσὸς) λειότης, λ. τριχῶν, ἡ κορυφὴ ἢ τὸ σημεῖον τῆς κεφαλῆς, ἀφ’ οὗ αἱ τρίχες χωρίζονται καὶ καταβαίνουσι κατὰ διαφόρους διευθύνσεις· καὶ λίσσωσις, εως, ἡ, ἡ πρὸς τὰ κάτω ἀπὸ τῆς κορυφῆς λεία κατάβασις ἢ τὸ χώρισμα τῶν τριχῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 4.

Greek Monolingual

λίσσωμα, το (Α) λισσώ
η κορυφή, το σημείο του κεφαλιού στο οποίο χωρίζονται οι τρίχες και κατεβαίνουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις («τοῡ δὲ κρανίου κορυφὴ καλεῑται τὸ μέσον καὶ λίσσωμα τῶν τριχῶν», Αριστοτ.).