κίνδαξ

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

German (Pape)

[Seite 1439] ακος, ὁ, beweglich, VLL., – nach Phot. auch = κίνδυνος.

Greek (Liddell-Scott)

κίνδαξ: -ακος, ὁ, ἡ, = σκίναξ, Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

κίνδαξ, -ακος, ό, ἡ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) ευκίνητος, γρήγορος
2. (κατά τον Φώτ.) κίνδυνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίνδ-αξ. Η λ. εμφανίζει θ. κινδ- < ki-nd- (μηδενισμένη βαθμίδα ki-της ΙΕ ρίζας kei- «θέτω σε κίνηση, βρίσκομαι εν κινήσει» με επαύξηση -nd-, πρβλ. κίνδυνος) και επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. δέλφ-αξ, δόν-αξ). Το ίδιο θ. απαντά και στο ρ. κινδάνω (κινδάνει
κινείται, κερατίζει, Ησύχ.) πιθ. < κίνδω (πρβλ. λιμπάνω < λίμπω)].