ὀλβία

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλβία Medium diacritics: ὀλβία Low diacritics: ολβία Capitals: ΟΛΒΙΑ
Transliteration A: olbía Transliteration B: olbia Transliteration C: olvia Beta Code: o)lbi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A bliss, Phot.

German (Pape)

[Seite 318] ἡ, die Glückseligkeit, Com. bei Phot., εἰς ὀλβίαν, Verwünschung, wie βάλλ' εἰς μακαρίαν.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβία: ἡ, μακαρία, μακαριότης, «ἐς ὀλβίαν: ὡς εἰς μακαρίαν· τὸ εἰς Ἅιδου· Φώτ.

Greek Monolingual

ὀλβία, ἡ (Α)
(κατά τον Φώτ.) μακαριότητα, ευδαιμονία στη μετά θάνατον ζωή («ἐς ὀλβίαν
ὡς εἰς μακαρίαν
τὸ εἰς Ἅιδου», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει πιθ. κατ' απόσπαση από το σύνθ. ἀνολβία.