συνδιακοσμέω
From LSJ
English (LSJ)
A set in order together, τὴν πόλιν καὶ τοὺς νόμους Pl.Lg.712b, cf. Plu.Num.1, Sol.26.
German (Pape)
[Seite 1007] mit oder zugleich anordnen, τὴν πόλιν καὶ τοὺς νόμους Plat. Legg. IV, 712 b.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιακοσμέω: διακοσμῶ, εἰς τάξιν βάλλω ὁμοῦ, τὴν πόλιν καὶ τοὺς νόμους Πλάτ. Νόμ. 712Β, πρβλ. Πλουτ. Νουμ. 1, Σόλων 26.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
régler ou organiser en même temps.
Étymologie: σύν, διακοσμέω.