πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
χαλκεόπους: χαλκόπους, Εὐστ. Πονημάτ. σ. 56, 75, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 866.
-οδος, ὁ, ἡ, Μ
χαλκόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκό-πους].