καινουργίζω
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
Greek (Liddell-Scott)
καινουργίζω: καινουργῶ, Μεταγεν.
Greek Monolingual
καινουργίζω (Μ) καινουργός
καινουργώ, ανακαινίζω, καθιστώ κάτι καινούργιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. του καινουργώ κατά τα ρ. σε -ίζω].