ἀκηρυκτεί
From LSJ
Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl
English (LSJ)
and ἀκηρ-υκτί, Adv.
A without flag of truce, ἐπιμείγνυσθαι Th. 2.1; πολεμεῖν D.C.50.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκηρυκτεί: καὶ -τί, ἐπίρρ., ἡ ἄνευ κήρυκος ἐν πολέμῳ ἐπιμιξία, Θουκ. 2.1, ἀλλ’ ἐν Δίων. Κ. 50.7, ἄνευ παραδοχῆς κήρυκος, πρβλ. ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans héraut.
Étymologie: ἀκήρυκτος.