μητρῳακός

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρῳακός Medium diacritics: μητρῳακός Low diacritics: μητρωακός Capitals: ΜΗΤΡΩΑΚΟΣ
Transliteration A: mētrōiakós Transliteration B: mētrōakos Transliteration C: mitroakos Beta Code: mhtrw|ako/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = μητρῷος 11, ἁγιστεῖαι Marin.Procl.19; μ. μέτρον, of the galliambic, Heph. 12.

German (Pape)

[Seite 180] = μητρῷος, bes. aber die Kybele, die große Mutter der Götter betreffend, Suid. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μητρῳακός: -ή, -όν, = μητρῷος, ΙΙ, ὄνομα συγγράμματος Πρόκλου τοῦ Λυκίου, Μαρῖν. ἐν Βίῳ Πρόκλ. 33, «ἔγραψε... καὶ μητρῳακὴν βίβλον (ἔστι δὲ περὶ τὸν θεὸν θεολογία)» Εὐδοκία Μακρεμ. 366.

Greek Monolingual

μητρῳακός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει στη μητέρα τών θεών Κυβέλη ή στα μητρώα, ιερά της Κυβέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μητρῷον «ιερό της Κυβέλης» + κατάλ. -ακός].