κατευλογέω
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
strengthd. for εὐλογέω, Plu.2.66a, LXX To.11.1.
German (Pape)
[Seite 1398] sehr loben, preisen, Plut. Amator. 4 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατευλογέω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ εὐλογέω, Πλούτ. 2. 66Α, Ἑβδ. (Τωβ. Ι΄, 12), κτλ.