διάγνωσις

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάγνωσις Medium diacritics: διάγνωσις Low diacritics: διάγνωσις Capitals: ΔΙΑΓΝΩΣΙΣ
Transliteration A: diágnōsis Transliteration B: diagnōsis Transliteration C: diagnosis Beta Code: dia/gnwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A distinguishing, τὴν δ. ποιεῖσθαι ὁποῖοι ἐκράτουν ἢ ἐκρατοῦντο Th.1.50; means of distinguishing or discerning, E.Hipp. 926; καλῶν ἢ μὴ τοιούτων τίς δ.; D.18.128; δ. φωνῆς καὶ σιγῆς Arist. Cael.290b27; of medical diagnosis, δ. ποιεῖσθαι Hp.VC10, Gal.8.766, etc.    2 power of discernment, E.Hipp.696.    II resolving, deciding, δ. ποιεῖσθαι Antipho 6.18; περί τινος D.18.7; ταχίστην ἔχει δ. Isoc.1.34; τοῦ ὃ πρακτέον ἐστίν Metrod.Fr.27; δ. τῆς ἀξίας ποιεῖσθαι to determine the value, Pl.Lg.865c; = Lat. cognitio, Act.Ap.25.21, BGU19i20 (ii A. D.), 891r24 (ii A. D.); ἐπὶ διαγνώσεων τοῦ Σεβαστοῦ, = Lat. a cognitionibus Augusti, IG14.1072, cf. Ephes.3 No.51 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

διάγνωσις: -εως, ἡ, τὸ διακρίνειν, μέσον πρὸς διάκρισιν, Εὐρ. Ἱππ. 926· καλῶν ἢ μὴ τοιούτων τίς δ.; Δημ. 269. 27· δ. φωνῆς καὶ σιγῆς Ἀριστ. Οὐρ. 2. 9, 4· ἰδίως ἐπὶ τῆς ἰατρικῆς διαγνώσεως, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 901, Γαλην. 5, 121. 2) δύναμις τοῦ διακρίνειν, Εὐρ. Ἱππ. 696. ΙΙ. σχηματισμὸς γνώμης, ἀπόφασις, δ. ποιεῖσθαι, διαγινώσκω, ἀποφασίζω, ὁρίζω τι, Ἀντιφῶν 143. 30, Θουκ. 1. 50· ταχίστην ἔχει δ. Ἰσοκρ. 9C· δ. τῆς ἀξίας ποιεῖσθαι, ὁρίζω τὴν ἀξίαν, Πλάτ. Νόμ. 865C· δ. περί τινος Δημ. 227. 25.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. (διαγιγνώσκω discerner);
1 action de discerner : οὐ ῥᾳδίως διάγνωσιν ἐποιοῦντο ὁποῖοι… THC ils ne distinguaient pas facilement qui…;
2 pouvoir de discerner : διάγνωσις φρενῶν EUR faculté qu’a l’esprit de discerner, le discernement;
3 moyen de discerner;
II. (διαγιγνώσκω décider) action de décider, décision : περί τινος au sujet de qch.
Étymologie: διαγιγνώσκω.