κριθάριον

From LSJ
Revision as of 11:44, 1 February 2022 by Spiros (talk | contribs)

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑθάριον Medium diacritics: κριθάριον Low diacritics: κριθάριον Capitals: ΚΡΙΘΑΡΙΟΝ
Transliteration A: krithárion Transliteration B: kritharion Transliteration C: kritharion Beta Code: kriqa/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of κριθή, BGU33.11 (pl., ii/iii A. D.), PTeb.420.21 (iii A. D.), Thom.Mag.p.202 R.

German (Pape)

[Seite 1508] τό, eigtl. dim. von κριθή, Gerstenkörnchen, Sp., = κριθή.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑθάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κριθή, Θωμ. Μάγιστρ. ἐν λ. κρίβανον.

Greek Monolingual

κριθάρι, το (AM κριθάριον, Μ και κριθάριν και κριθάρι)
1. το φυτό κριθή
2. ο καρπός του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + κατάλ. -άριον (πρβλ. σιτάριον, σωληνάριον)].