μυρσινίτης
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
[ῑτ] οἶνος, ὁ,
A wine flavoured with myrtle, Dsc.5.29. II Subst. μ., ὁ, a precious stone, Plin.HN37.174. 2 myrtle spurge, Euphorbia Myrsinites, Dsc.4.164.5.
German (Pape)
[Seite 222] ὁ, = μοῤῥινίτης, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μυρσῐνίτης: οἶνος, ὁ, παρεσκευασμένος διὰ μυρσίνης, Διοσκ. 5. 37. ΙΙ. μυρσ., ὁ, πολύτιμός τις λίθος, Πλίν. 37. 63.
French (Bailly abrégé)
c. μυρρινίτης.