ἀτασθάλλω

From LSJ
Revision as of 19:33, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτασθάλλω Medium diacritics: ἀτασθάλλω Low diacritics: ατασθάλλω Capitals: ΑΤΑΣΘΑΛΛΩ
Transliteration A: atasthállō Transliteration B: atasthallō Transliteration C: atasthallo Beta Code: a)tasqa/llw

English (LSJ)

[ᾰτ],

   A to be insolent, only in pres. part., μή τις . . πλήξῃ ἀτασθάλλων Od.18.57; οὔ τις . . γυναικῶν λήθει ἀτασθάλλουσα 19.88.

German (Pape)

[Seite 384] (entst. aus ἀτασθαλίω, ein ἀτάσθαλος sein), übermüthig, frevelhaft handeln, nur partic. praes., Od. 18, 57. 19, 88.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτασθάλλω: εἶμαι ἀτάσθαλος, ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἐνεστ., μὴ τις ἐπ’ Ἴρῳ ἦρα φέρων ἐμὲ χειρὶ βαρείῃ πλήξῃ ἀτασθάλλων, «ἐνυβρίζων με ὑπερηφάνως» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 57· τὸν δ’ οὔτις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν λήθει ἀτασθάλλουσ’, ἀκολασταίνουσα, Τ. 88. - ὡσαύτως, ἀτασθαλέω, Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 16, Γρηγ. Ναζ.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés.
être follement orgueilleux, agir avec arrogance, d’où
1 être inique;
2 être coupable.
Étymologie: ἀτάσθαλος.