ἀκραιφνής
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
English (LSJ)
ές, derived by Sch.Th.1.52, etc., from ἀκεραιο-φανής,
A = ἀκέραιος, unmixed pure, κόρης ἀ. αἷμα E.Hec.537; ὕδωρ Ar.Fr.32: metaph., ἀρετή J.AJProoem.4; πενία ἀ. sheer, utter poverty, AP6.191 (Corn. Long.). Adv. -νῶς Ph.1.100; honestly, Hld.2.30: Sup. -έστατον (but may be Adj.) Ph.2.319. II untouched, inviolate, E.Alc.1052; in Att. Prose only Th.1.19,52; freq. later, as D.H.6.14, Procop.Aed.1.10, al.; innocent, ψυχή Ph.1.515:—of troops, fresh, J.AJ18.10.7. 2 c. gen., untouched by... ἀ. τῶν κατηπειλημένων S.OC1147; κόρους ἀκραιφνεῖς μυρρίνης free from... Lysipp.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκραιφνής: -ές, τύπος κατὰ συγκοπ. ἐκ τοῦ ἀκεραιοφανής (ὅπερ ἄχρηστον), = ἀκέραιος, ἀμιγής, καθαρός, κόρης ἀκρ. αἷμα, Εὐρ. Ἑκ. 537· ὕδωρ, Ἀριστοφ. Ἀπ. 98· μεταφ. πενία ἀκρ., καθαρά, τελεία, ἄκρα πενία, Ἀνθ. Π. 6. 191. ΙΙ. ἄθικτος, ἀβλαβής, ὁλόκληρος, Λατ. integer, Εὐρ. Ἄλκ. 1052, Θουκ. 1. 19, 52. 2) μετὰ γεν. ἄθικτος ὑπὸ ..., ἄκρ. τῶν κατηπειλημένων, Σοφ. Ο. Κ. 1147· κόρους ἀκραιφνεῖς μυρρίνης, ἀπηλλαγμένους ... Λυσίππ. Ἄδηλ. 3.