διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
[Seite 1424] nach Hesych. = ἱέραξ.
κέρκαξ: ὁ· «ἱέραξ» Ἡσύχ.
κέρκαξ, -ακος, ὁ (Α) κέρκος(κατά τον Ησύχ.) «ἱέραξ».