ἀγαθοεργία
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
English (LSJ)
Ion. -ιη, contr. ἀγαθουργία, ἡ,
A good deed, service, Hdt.3.154,160, Jul.Or.4.135d. 2 beneficence, Procl.in Cra.pp.13,90P.
German (Pape)
[Seite 6] ἡ, gute That, Het. 3, 154. 160.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαθοεργία: Ἰων. -ίη, συνῃρ. -ουργία, ἡ, ἔργον καλόν, εὐεργεσία. Λατ. beneficium, Ἡρόδ. 3. 154, 160. ΙΙ. τὸ ποιεῖν καλὰ ἔργα, δηλ. ψυχοσωτήρια. Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de faire le bien ou du bien, bienfait.
Étymologie: ἀγαθοεργός.