λοξοτρόχις
From LSJ
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A oblique-running, of Lycophron's Cassandra, AP9.191; cf. λοξός 3.
Greek (Liddell-Scott)
λοξοτρόχις: -ιδος, ἡ, ἡ λοξῶς, πλαγίως τρέχουσα ἐπὶ τῆς «Κασσάνδρας» (τοῦ ποιήματος) τοῦ Λυκόφρονος, Ἀνθ. Π. 9. 191· πρβλ. Λοξίας.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
à la course tortueuse, càd aux paroles équivoques ou obscures.
Étymologie: λοξός, τρέχω.