τορονευτός
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
ή, όν,
A = τορνευτός, Edict.Diocl.15.43.
Greek (Liddell-Scott)
τορονευτός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἐπιγρ. Στρατονικείας, (edict. Dioclet. L. et W. 535, Cap. XV. Οὕτως ἐκεῖ πλεονάκις, ἅπαξ δὲ ἢ δὶς μόνον τὸ τορνευτός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
τορνευτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί τορνευτός (για τη μορφή βλ. λ. τορόνος)].