ψυχροβαφής
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ές,
A dipped in cold water, Luc.Lex.5. II imparted by a cold tincture, of colours and scents, ψ. ἄνθη Thphr.Od. 22.
German (Pape)
[Seite 1405] ές, 1) in kaltes Wasser getaucht, Luc. Lex. 5, bes. von glühendem Eisen. – 2) durch kalte Tinktur mitgetheilt, bes. von Farben und Gerüchen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ψυχροβᾰφής: -ές, ὁ εἰς ψυχρὸβ ὕδωρ ἐμβαπτισθείς, Λουκ. Λεξιφ. 5. ΙΙ. ὁ διὰ ψυχρᾶς βαφῆς μεταδοθείς, ἐπὶ χρωμάτων, τῶν ἀνθῶν (δηλ. τῶν χρωμάτων) τὰ μὲν ψυχροβαφῆ, τὰ δὲ θερμοβαφῆ Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 22· πρβλ. Salmas. εἰς Solin. σ. 807.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
plongé dans l’eau fraîche ou froide.
Étymologie: ψυχρός, βάπτω.