γλυκαίνω
Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir
English (LSJ)
fut. γλῠκ-ᾰνῶ LXX Si.12.16: aor.
A ἐγλύκᾱνα D.L.8.70:—sweeten, LXX Si.27.23; opp. πικραίνω, D.L. l.c.; affect with a sensation of sweetness, τὴν ἀκοήν D.H. Comp.15: abs., produce an effect of sweetness, in Music, Aristox.Harm.p.23 M.:—more freq. in Pass., fut. γλυκανθήσομαι LXX Si.49.1: aor. ἐγλυκάνθην Hp.Morb.3.17, Mosch.3.110: pf. γεγλύκασμαι Ath.9.384d, but ἀπ-εγλ. Diph.Siph.ib.2.55f:—to be sweetened, turn sweet, Hp.Aër.8, Arist.Ph.244b23; to be affected with a sensation of sweetness, D.H.Comp.12, Ph.1.121.
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκαίνω: μέλλ.-ᾰνῶ Ἑβδ.· ἀόρ. ἐγλύκᾱνα Διογ. Λ. 8. 70· - καθιστῶ τι γλυκύ, ἀντίθ. τῷ πικραίνω, Διογ. Λ. ἔνθ’ ἀνωτ., Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 15· - μᾶλλον ἐν χρήσει ἐν τῷ παθ., μέλλ. γλυκανθήσομαι Ἑβδ.· ἀόρ. ἐγλυκάνθην Ἱππ. 497. 44, Μόσχ. 3. 111· πρκμ. γεγλύκασμαι Ἀθήν. 384D, ἀλλὰ ἀπεγλ- Δίφιλ. Σιφν. αὐτόθι 55F·- γίνομαι γλυκύς, Σοφ. Ἀποσπ. 239, Ἱππ. Ἀέρ. 285 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
f. γλυκανῶ, ao. ἐγλύκανα, pf. inus.
Pass. f. γλυκανθήσομαι, ao. ἐγλυκάνθην, pf. γεγλύκασμαι;
1 rendre doux, donner une saveur douce à ; Pass. devenir doux;
2 procurer une sensation douce à, affecter agréablement, acc..
Étymologie: γλυκύς.