ὑφειμένως
From LSJ
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of ὑφίημι,
A in a subdued tone or manner, X.An.7.7.16, Philostr.VS1.25.5; ὑ. ἔχειν πρός τινα Aristid. 2.137J.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφειμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ὑφίημι, ἀμελῶς, χαλαρῶς, ἧττον βιαίως ἢ αὐθαδῶς, Λατ. submisse, ὁ δὲ Μηδοσάδης μάλα δὴ ὑφειμένως... ἔφη Ξεν. Ἀν. 7. 7, 16, Φιλόστρ. 536· ὑφ. ἔχειν πρός τινα Ἀριστείδ. 2. 137.