περικυδής

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικῡδής Medium diacritics: περικυδής Low diacritics: περικυδής Capitals: ΠΕΡΙΚΥΔΗΣ
Transliteration A: perikydḗs Transliteration B: perikydēs Transliteration C: perikydis Beta Code: perikudh/s

English (LSJ)

ές,

   A very famous, Nic.Th.345, Q.S.9.65.

German (Pape)

[Seite 581] ές, sehr ruhmvoll, Nic. Ther. 345.

Greek (Liddell-Scott)

περικῡδής: -ές, λίαν πεφημισμένος, περίφημος, Νικ. Θηρ. 345, Κόϊντ. Σμ. 9. 65.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει αποκτήσει μεγάλη φήμη, διάσημος, περίφημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κυδής (< κῦδος), πρβλ. επι-κυδής].