νηστευτής
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
Greek (Liddell-Scott)
νηστευτής: -οῦ, ὁ, = νῆστης, ὁ νηστεύων, Βασίλ. ΙΙΙ, 172D, Ἀστέρ. 373Α, Ἀποφθέγ. Πατέρ. 177C, Ἰω. Μόσχ. 3041D. 2) ὡς ἐπίθετ., Ἰωάννης ὁ Νηστευτὴς Ἀρχιεπίσκ. Κ/πόλεως, Σιμοκ. 280, 2, Θεοφάν. 387, 12, Ὡρολόγ. Σεπτ. 2.
Greek Monolingual
ο, θηλ. νηστεύτρια (ΑΜ νηστευτής) νηστεύω
1. αυτός που νηστεύει, που τηρεί νηστεία για θρησκευτικούς λόγους
2. (ιδίως για τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο) αυτός που περνά τη ζωή του με ασκητικό τρόπο
μσν.
ως επίθ. εγκρατής.