συγκοιμητής
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A bedfellow, Hsch. s.v. ἐπευνακταί.
German (Pape)
[Seite 968] ὁ, der Beischläfer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκοιμητής: -οῦ, ὁ, ὁ συγκοιμώμενος μετά τινος, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἐπευνα(κ)ταί.
Greek Monolingual
ὁ, Α συγκοιμῶμαι
(κατά τον Ησύχ.) σύνευνος.