ἑτερόφρων

From LSJ
Revision as of 19:57, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόφρων Medium diacritics: ἑτερόφρων Low diacritics: ετερόφρων Capitals: ΕΤΕΡΟΦΡΩΝ
Transliteration A: heteróphrōn Transliteration B: heterophrōn Transliteration C: eterofron Beta Code: e(tero/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A thinking strangely, raving, Tryph.439; λύσσα AP1.19 (Claudian.), cf. Nonn.D.9.49.

German (Pape)

[Seite 1051] ον, anders gesinnt, uneinig, sp. D., wie παλμός Nonn. D. 10, 36; λύσσα Claudian. ep. (I, 191; κούρη, wahnsinnig, Tryph. 437; – von den Ketzern, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόφρων: -ον, (φρήν) φρονῶν κατὰ τρόπον ἕτερον, ἑτερόδοξος, Δίδυμ. Ἀλ. 808Α, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. μέρος 1. σ. 135Ε. ΙΙ. παραδόξως σκεπτόμενος, μαινόμενος, ἐμμανής, ἑτερόφρονα κούρην Τρυφιόδ. 439· ἑτερόφρονα λύσσαν Ἀνθ. Π. 1. 19.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui est en démence.
Étymologie: ἕτερος, φρήν.