κατανίφω

From LSJ
Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατανίφω Medium diacritics: κατανίφω Low diacritics: κατανίφω Capitals: ΚΑΤΑΝΙΦΩ
Transliteration A: kataníphō Transliteration B: kataniphō Transliteration C: katanifo Beta Code: katani/fw

English (LSJ)

late spelling of κατανείφω (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1366] herabschneien; κεἰ κριμνώδη κατανίφοι Ar. Nubb. 965; verschneien, zuschneien, κατένιψε χιόνι Ach. 138; Sp. übertr., ὄρνεα κατανίφει αὐτοὺς μετ' ᾠδῆς Luc. V. H. 2, 14, vgl. Lexiph. 15.

Greek (Liddell-Scott)

κατανίφω: ῑ: μέλλ. -νίψω, ῥίπτω χιόνα πρὸς τὰ κάτω, καλύπτω διὰ χιόνος, κατένιψε χιόνι τὴν Θρᾴκην ὁ θεός, δηλ. κατεκάλυψε διὰ χιόνος τὴν Θρᾴκην, Ἀριστοφ. Ἀχ. 138· καὶ τὸ παθ., ὄρη κατανιφόμενα, καλυπτόμενα ὑπὸ χιόνος, Ἐτυμ. Μέγ. 7, 11·- μεταφορ., κατακαλύπτω, μουσικὰ ὄρνεα κατανίφει αὐτοὺς μετ’ ᾠδῆς ὑπερπετόμενα, δίκην χιόνος πίπτουσιν, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 2, 14· κατανίψων ἀπὸ γλώσσης ἅπαντας ὁ αὐτ. ἐν Λεξιφ. 15, πρβλ. ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν Ἰλ. Γ. 222. ΙΙ. ἀπολ. κατανίφει, χιονίζει, χιονοβολεῖ, κεἰ κριμνώδη κατανίφοι, καὶ ἂν ἤθελε χιονίζει χιόνι χονδρὸν ὡς χονδροαλεσμένο ἀλεύρι κριθῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 965.

French (Bailly abrégé)

couvrir de neige ou comme de neige, acc..
Étymologie: κατά, νίφω.