ἀποτείχισμα
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ατος, τό,
A lines of blockade, Th.6.99, 7.79, X.HG1.3.7.
German (Pape)
[Seite 330] τό, Verschanzung, Thuc. 6, 99; Xen. Hell. 1, 3, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτείχισμα: -ατος, τό, τεῖχος οἰκοδομηθέν πρὸς ἀποκλεισμόν, Θουκ. 6. 99., 7.79, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 7.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
retranchement, ligne de défense.
Étymologie: ἀποτειχίζω.