περισταυρόω
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
A fence about with, palisade, τινὰς δένδρεσιν Th.2.75 :— Pass., αἱ οἰκίαι κύκλῳ περιεσταύρωντο X.An.7.4.14 :—Med., περισταυρωσάμενοι having entrenched themselves, Id.HG3.2.2.
German (Pape)
[Seite 593] mit Pallisaden rings versehen, befestigen, Thuc. 2, 75 u. A. – Med., Xen. Hell. 3, 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
περισταυρόω: ὀχυρώνω ὁλόγυρα διὰ σταυρωμάτων καὶ τάφρου, περιφράττω μὲ «παλούκια», Θουκ. 2. 75· ― Παθ., αἱ οἰκίαι κύκλῳ περιεσταύρωντο Ξεν. Ἀνάβ. 7. 4, 14· ― Μέσ., περισταυρωσάμενοι, περιχαρακωθέντες, ὀχυρωθέντες, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλην. 3. 2, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
entourer de pieux ou d’une palissade, acc.;
Moy. περισταυρόομαι-οῦμαι m. sign.
Étymologie: περί, σταυρόω.