περίσκεψις
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
εως, ἡ, Delph. παρίσκεψις (q. v.),
A consideration, τοῦ πράγματος Eudor. ap. Stob.2.7.2 ; μετά, ἄνευ περισκέψεως, Str.4.4.2, Chrysipp.(?)Stoic.3.115.
German (Pape)
[Seite 591] ἡ, das Umsichsehen, die Umsicht, Untersuchung, Sp., wie Schol. Thuc. 4, 86.
Greek (Liddell-Scott)
περίσκεψις: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἀκριβὴς ἐξέτασις, ἡ θεωρία ἐστὶ περίσκεψις τοῦ πράγματος Στοβ. Ἐκλογ. 2. 48· οὐ μετὰ περισκέψεως Στράβ. 195.