τεχνουργία
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ἡ, = foreg., Aristeas 80, Corp.Herm.3.4.
German (Pape)
[Seite 1104] ἡ, künstliche Arbeit (?).
Greek (Liddell-Scott)
τεχνουργία: ἡ, = τῷ προηγ., ἰατρικαῖς τισι τεχνουργίαις Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτα (Misc.) σ. 575, 16.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ τεχνουργός
τεχνούργημα
νεοελλ.
η κατασκευή περίτεχνων δημιουργημάτων.