νησιωτικός

From LSJ
Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νησιωτικός Medium diacritics: νησιωτικός Low diacritics: νησιωτικός Capitals: ΝΗΣΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nēsiōtikós Transliteration B: nēsiōtikos Transliteration C: nisiotikos Beta Code: nhsiwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or from an island, ἔθνεα Hdt.7.80; δόμοι E.Andr.1261; ὄνομα νησιωτικὸν Σαλαμῖνα θέμενον having given it the island name of Salamis, Id.Hel.149; ν. ξενύδρια Men.462.3; τὸ ν. insular situation, Th.7.57; κλητὴρ ν. a summoner of the islanders, Ar.Av.1422.

Greek (Liddell-Scott)

νησιωτικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «νησιώτικος», ἔθνη Ἡρόδ. 7. 80· δόμοι Εὐρ. Ἀνδρ. 1261· ὄνομα νησιωτικὸν Σαλαμῖνα θέμενον, δόντα εἰς αὐτὴν τὸ νησιωτικὸν ὄνομα Σαλαμίς, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 149· οἷον τὰ νησιωτικὰ ταὐτὶ ξενύδρια Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 3· - τὸ νησιωτικόν, νησιωτικὴ θέσις, Θουκ. 7. 57.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’insulaire ou d’île.
Étymologie: νησιώτης.