εὐείλητος
From LSJ
πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare
English (LSJ)
ον,
A well rolled up, tight, gloss on οὖλος, Eust.1056.65.
Greek (Liddell-Scott)
εὐείλητος: -ον, ὁ, εὐδίπλωτος, «εὐείλητοι, ὅ ἐστιν εὐδίπλωτοι διὰ μαλακότητα», περὶ ταπήτων, Εὐστ. Ἰλ. 1056.
Greek Monolingual
εὐείλητος, -ον (Μ)
αυτός που διπλώνεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ειλητός (ειλώ «τυλίγω», παράλλ. τ. του είλω)].