εὐείλητος

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐείλητος Medium diacritics: εὐείλητος Low diacritics: ευείλητος Capitals: ΕΥΕΙΛΗΤΟΣ
Transliteration A: eueílētos Transliteration B: eueilētos Transliteration C: eveilitos Beta Code: eu)ei/lhtos

English (LSJ)

ον,

   A well rolled up, tight, gloss on οὖλος, Eust.1056.65.

Greek (Liddell-Scott)

εὐείλητος: -ον, ὁ, εὐδίπλωτος, «εὐείλητοι, ὅ ἐστιν εὐδίπλωτοι διὰ μαλακότητα», περὶ ταπήτων, Εὐστ. Ἰλ. 1056.

Greek Monolingual

εὐείλητος, -ον (Μ)
αυτός που διπλώνεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ειλητός (ειλώ «τυλίγω», παράλλ. τ. του είλω)].