τετράκλαστος
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ον,
A broken fourfold, in four, Procl.ad Hes.Op.440.
German (Pape)
[Seite 1097] vierfach gebrochen, Procl. zu Hes. O. 442.
Greek (Liddell-Scott)
τετράκλαστος: -ον, ὁ κεκλασμένος εἰς τέσσαρα τεμάχια, ἐπὶ ἄρτου, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 440 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τετράτρυφος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για άρτο) ο τεμαχισμένος στα τέσσερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κλαστός (< κλῶ «τεμαχίζω»), πρβλ. ἡμί-κλαστος].