νυκτοειδής

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτοειδής Medium diacritics: νυκτοειδής Low diacritics: νυκτοειδής Capitals: ΝΥΚΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: nyktoeidḗs Transliteration B: nyktoeidēs Transliteration C: nyktoeidis Beta Code: nuktoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like night, offog, Hp.Aër.8 ; χρόνος ἐστὶν ἡμεροειδὲς καὶ ν. φάντασμα Epicur.Fr.294 (p.353 U.) ; σκότος Iamb. Protr.21.κθ'.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς νύκτα, ἐπὶ ὀμίχλης ἢ ἀχλύος, Ἱππ. π. Ἀερ. 285, πρβλ. Σεξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 181.

Greek Monolingual

νυκτοειδής, -ές (Α) [[νυξ, νυκτός]]
όμοιος με τη νύχτα, σκοτεινός.
επίρρ...
νυκτοειδῶς (Μ)
με σκοτεινό χρωματισμό («ἵνα τὰ ζιζάνια φανερὰ γένηται νυκτοειδῶς», Στουδ. Θεόδ.).