δεκατόω
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
A take tithe of a person, τινά Ep.Hebr.7.6:—Pass., pay tithe, ib.9.
German (Pape)
[Seite 543] mit dem Zehend belegen, τινά N. T.
Greek (Liddell-Scott)
δεκατόω: ὡς τὸ δεκατεύω, λαμβάνω δέκατον παρά τινος, τινὰ Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ζ΄, 6· ἐν τῷ παθ., πληρώνω δέκατον, αὐτόθι 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
percevoir la dîme ; Pass. payer la dîme.
Étymologie: δέκατος.