ἀδόλεσχος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾱ], ον,
A = ἀδολέσχης, Cic.Att.16.11.2, IG14.1746 (ἀδελ- lapis); ἀ. καὶ λάλος Alciphr.3.66; τὸ ἀ. S.E.M.1.141: Comp. -ότερος Gal.5.315: Sup. -ότατος Plu.2.509a. Adv. -χως Phld.Ir.p.17 W., Rh.1.212 S. (Comp.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδόλεσχος: [ᾱ], -ον = ἀδολέσχης, Μονόστ. ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 4, σ. 347. Ἀνθ. Π. (παράρτ.) 236.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀδολέσχης.