ἐξόγκωμα
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything raised or swollen, ἐ. λάϊνα cairns, E.HF1332; swelling, Hp.Epid.2.2.24.
German (Pape)
[Seite 884] τό, das Erhöhte, Angeschwellte, λάϊνα, Grabhügel, Eur. Herc. Fur. 1332.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξόγκωμα: τό, πᾶν ὑψούμενος ἢ ἐξογκούμενον πρᾶγμα, λαΐνοισί τ’ ἐξογκώμασι, λιθίνοις οἰκοδομήμασι, δηλ. βωμοῖς, ναοῖς, κλ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1332.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
gonflement.
Étymologie: ἐξογκόω.