σμοιός

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source

German (Pape)

[Seite 911] = σκυθρωπός, auch μοιός u. σμυός, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

σμοιός: -ή, -όν, Ἀρκάδ. 37, σμοῖος, α, ον, Θεόγνωστ. ἐν Ὀξων. Ἀνεκδ. 49, = σκυθρωπός· ὡσαύτως μοιός, σμυός, Γραμμ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χαλεπός, φοβερός, στυγνός».

Greek Monolingual

-ά, -όν και σμοῑος, -οία, -ον και σμυός, -ά, -όν και μοῑος, -οία, -ον, Α
1. σκυθρωπός
2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλεπός, φοβερός, στυγνός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικοί τ. άγνωστης ετυμολ.].