τετραγωνίζω
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
English (LSJ)
A make square, square, of lines or numbers, Pl.R.527a, Arist. Metaph.996b21; ὅσαι γραμμαὶ τὸν ἰσόπλευρον . . ἀριθμὸν τετραγωνίζουσι all lines which form an equilateral number as their square, Pl. Tht.148a; τ. τὸν κύκλον square the circle, Arist.SE171b16:—Pass., Id.APr.69a31. 2 Astrol., to be in quartile aspect, Ptol.Tetr. 34.
German (Pape)
[Seite 1097] viereckig machen; Plat. Theaet. 148 a; κύκλον, Arist. soph. el. 11.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰγωνίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, ποιῶ τι τετράγωνον, ἐπὶ γραμμῶν ἢ ἀριθμῶν, Πλάτ. Πολ. 527Α, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυτ. 2. 2, 9· ὅσαι γραμμαὶ τὸν ἰσόπλευρον... ἀριθμὸν τετραγωνίζουσι, αἱ γραμμαὶ ὅσαι σχηματίζουσιν ἰσόπλευρον ἀριθμὸν ὡς τὸ ἑαυτῶν τετράγωνον, Πλάτ. Θεαίτ. 148Α· τ. τὸν κύκλον, κατασκευάζω τετράγωνον ἐμβαδὸν ἴσον τῷ τοῦ κύκλου, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 11, 3. - Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 2. 25, 2.
French (Bailly abrégé)
1 rendre carré ou quadrangulaire;
2 être carré ou quadrangulaire.
Étymologie: τετράγωνος.